Θαλλόν — Θαλλός young shoot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλλόν — θαλλός young shoot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάλλον — Θάλλος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OLIVA — I. OLIVA German. Olven Kloster, monasterium 1. tantum milliar. Prussico a Gedano, in Polonia, ubi pax coiit A. C, 1660. Inter Imperatorem, Regesque Poloniae, Sueciae et Daniae. Conditum A. C. 1180. a Subislao, Cassubiae et Pomerelliae Principe,… … Hofmann J. Lexicon universale
THALLOPHORI — apud Io. Chrysostomum, Hom. 8. de Anna, Annon videtis frequenter quod, qui in urbibus versantur, pueros nuper lacte depulsos faciunt thallophoros: sunt frondiferi, seu ramos olivae aliarumque arborum manibus ferentes, ex Graeco Θαλλοφόροι. Apud… … Hofmann J. Lexicon universale
θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… … Dictionary of Greek
προσείω — Α [σείω] 1. κουνώ κάτι απειλητικά μπροστά σε κάποιον άλλο («τί μοι προσείων χεῑρα σημαίνεις φόνον;», Ευρ.) 2. κρατώ κάτι και το κουνώ μπροστά από κάποιον (α. «ὥσπερ γὰρ οἱ τὰ πεινῶντα θρέμματα θαλλὸν ἤ τινα καρπὸν προσείοντες ἄγουσι», Πλάτ. β.… … Dictionary of Greek
χίμαιρα — (himaera monstrosa). Ψάρι της τάξης των χιμαιρόμορφων. Έχει αρχαιοζωική δομή και ζει στη Μεσόγειο και στον ανατολικό Ατλαντικό έως τις νορβηγικές ακτές. Η χ. που έχει μέσο μήκος λίγο μεγαλύτερο του ενός μ., παραμένει συνήθως σε μεγάλα βάθη αλλά… … Dictionary of Greek